πηΐσκος

πηΐσκος
ὁ, Α
μικρός παις, παιδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί ωστόσο η σύνδεση τού πηΐσκος (< *πηFίσκος) με την οικογένεια της λ. πῶλος «νεανίας, παληκάρι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πηός — και δωρ. τ. παός, ὁ, Α 1. συγγενής από αγχιστεία, λόγω γάμου («πόσιν πηούς τε φίλους τε», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ. άγνωστης ετυμολ., που αναφέρεται σε σχέση συγγένειας, και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα. Η παλαιότερη άποψη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”